Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

μέλιττα (μέλι

См. также в других словарях:

  • μέλισσα — Κοινή ονομασία υμενοπτέρων εντόμων της υπεροικογένειας apοidea, στην οποία περιλαμβάνονται συνολικά 19 οικογένειες με 3.000 περίπου είδη. Όλες οι μ. στηρίζονται στη γύρη ως μοναδική πηγή πρωτεϊνών και στο νέκταρ ως πηγή ενέργειας. Για τον λόγο… …   Dictionary of Greek

  • μέλιττ' — μέλισσι , μέλι honey neut dat pl (epic) μέλιττα , μέλισσα madhu lih fem nom/voc sg (attic) μέλιτται , μέλισσα madhu lih fem nom/voc pl (attic) μέλιττα , μέλιττα madhu lih fem nom/voc sg μέλιτται , μέλιττα madhu lih fem nom/voc pl μέλιττε ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»